banner

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΣΟΔΟΥΛΟΣ, Aιρετός ΠΥΣΠΕ Θεσπρωτίας

Ενα ιστιολόγιο για επιστημονική και συνδικαλιστική ενημέρωση των συναδέλφων μου .
Εκπαιδευτικά και άλλα...Ενημερωση, επικοινωνια, διάλογος
            alfavita  ΔΟΕ  ΑΔΕΔΗ  ΓΕΣΕΕ  DIPE 

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

ΠΡΩΤΕΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ, του Θανάση Κικινή, μέλους του Δ.Σ της Δ.Ο.Ε

    Στη συνάντηση της Τρίτης 20 Νοεμβρίου μεταξύ Δ.Ο.Ε. και Υπουργού Παιδείας δεν είχαμε, ως Ομοσπονδία, άλλο δρόμο πέρα από το να θέσουμε τις προϋποθέσεις – κόκκινες γραμμές που αν δε γίνουν σεβαστές δεν υπάρχει μέλλον για την όποια συζήτηση (σχετική ανακοίνωση Δ.Ο.Ε.).

 Ανεξάρτητα απ’ αυτό ο καθένας μας διαβάζοντας το κείμενο της Ομάδας Εργασίας, αν μη τι άλλο, προβληματίστηκε αρκετά τόσο επί των προθέσεων όσο κι επί του περιεχομένου.
 Παραθέτω κάποιες σκέψεις που  γέννησε μια πρώτη ανάγνωση του κειμένου.

α) Το πλαίσιο του διαλόγου με την πολιτική ηγεσία

  Ο διάλογος της πολιτικής ηγεσίας του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α. και της Δ.Ο.Ε. για την αξιολόγηση ξεκίνησε αρκετά ανορθόδοξα. Παρά το γεγονός ότι η Δ.Ο.Ε. είχε καταθέσει έγκαιρα το πλαίσιο των θέσεών της, η πολιτική ηγεσία επέλεξε, αρχικά, τον αιφνιδιασμό με το περίφημο ερωτηματολόγιο κι έπειτα με την αιφνίδια ανακοίνωση των προτάσεων της Ομάδας Εργασίας στο διαδίκτυο.
  Για να υπάρξει ουσιαστικός και καλόπιστος διάλογος πρέπει να τηρηθούν κάποιες στοιχειώδεις προϋποθέσεις από την πλευρά της πολιτικής ηγεσίας.

Ø  Η δέσμευση του Υπουργείου για τον μη τιμωρητικό χαρακτήρα της αξιολόγησης, που θα τεκμηριώνεται με την κατάργηση των νόμων 3848 και 4024 και τη θέσπιση ακώλυτης μισθολογικής – βαθμολογικής εξέλιξης.
Ø  Η εκπλήρωση των στοιχειωδών υποχρεώσεων της Πολιτείας απέναντι στην εκπαίδευση, με αποκατάσταση των προβλημάτων δομών, στέγασης και χρηματοδότησης των σχολικών μονάδων.
Ø  Η δέσμευση για το ότι δε θα υπάρξουν απολύσεις στην εκπαίδευση αλλά ούτε και υποχρεωτικές μεταθέσεις υπεράριθμων εκπαιδευτικών σε όλη την Επικράτεια ανεξαρτήτως βαθμίδας (Ν. 4093/12)

  Το τελευταίο, δείχνει να κινείται στη σφαίρα του απραγματοποίητου. Ο νόμος 4093 (3ο μνημόνιο) αφορά όλους τους Έλληνες με πλήθος σκληρών διατάξεων. Όσο καλές κι αν, υποθέσουμε ότι, είναι οι προθέσεις του Υπουργείου Παιδείας πώς θα μπορέσει να ξεφύγει από τη σκληρή πολιτική της κυβέρνησης. Άλλωστε κι η ίδια η πρόταση της Ομάδας Εργασίας σε μνημονιακή τροχιά κινείται.
  

β) Η πρόταση της Ομάδας Εργασίας

v  Το κλίμα «εμπιστοσύνης»

  Από την εισαγωγή ακόμα (σελ. 5), η Ομάδα συνδέει την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου με «τη συνολικότερη προσπάθεια αναμόρφωσης των λειτουργιών του ελληνικού κράτους». Από ότι γνωρίζουμε, η «προσπάθεια» αυτή περιλαμβάνει:
  • δραστικές περικοπές της χρηματοδότησης των σχολείων και, επομένως, της ενίσχυσης του έργου των εκπαιδευτικών
  • δραματική μείωση των αποδοχών των εκπαιδευτικών στα όρια της εξαθλίωσης (το ίδιο βέβαια και για τις οικογένειες των μαθητών)
  • υποχρεωτικές μεταθέσεις, διαθεσιμότητα και απολύσεις.
  Πώς είναι δυνατόν να ξεκινήσει μια ουσιαστική συζήτηση για την εκπαίδευση και την αξιολόγησή της μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο;
  Στην αμέσως προηγούμενη σελίδα (σ.4) η Ομάδα έχει φροντίσει να «απολογηθεί» εκ μέρους της πολιτείας προς την κοινωνία, για την «αντικατάσταση του θεσμού του Επιθεωρητή». Παραλείποντας οποιαδήποτε αναφορά στις αυθαιρεσίες και τον αυταρχισμό που χαρακτήρισαν το θεσμό, φροντίζει να καταδείξει ως υπεύθυνες τις εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες που άσκησαν «ισχυρή κριτική». Λίγο παρακάτω γίνεται αναφορά στις «αξιοπρόσεκτες νομοθετικές ρυθμίσεις» των επόμενων δεκαετιών που παραμένουν ανενεργές και «στα χαρτιά». Προφανώς εννοεί, η Ομάδα, τον 2525 και τον 2986. Μετά απ’ αυτά τι μπορεί να προσδοκά ο εκπαιδευτικός κόσμος; Μάλλον μια από τα ίδια.
  Η Ομάδα θέτει ως βασικό παράγοντα επιτυχίας της αξιολόγησης, την ύπαρξη ενός «εκπαιδευτικού συμβολαίου» μεταξύ Πολιτείας και εκπαιδευτικής κοινότητας, κάτι που προϋποθέτει δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης. Το ερώτημα είναι πώς μπορεί να εμπιστευθεί η εκπαιδευτική κοινότητα την Πολιτεία που όχι μόνο δεν έχει ως προτεραιότητα την εξασφάλιση των απαραίτητων προϋποθέσεων λειτουργίας της εκπαίδευσης αλλά εφαρμόζει μια αυταρχική και άδικη πολιτική περικοπών χρηματοδότησης και αποδοχών και εγκαθιδρύει καθεστώς εργασιακής ανασφάλειας. Άλλωστε η ίδια η Ομάδα περιγράφει, πιο στρογγυλεμένα, τα περισσότερα από τα παραπάνω (σ.40 και 41).
  Οι διαβεβαιώσεις περί μη τιμωρητικού χαρακτήρα προσκρούουν στους προαναφερόμενους νόμους 3848 και 4024 καθώς και στη συχνότατη επίκληση του καθηκοντολογίου (που έχει καταδικαστεί από τον Κλάδο), του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου για την αξιολόγηση αλλά και στον «περιγραφικό» χαρακτηρισμό «ελλιπής» που κάνει την εμφάνισή του στις φόρμες αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και οδηγεί σε στασιμότητα. Στασιμότητα και ακώλυτη εξέλιξη δεν πάνε μαζί.
  Κάποιοι, δυστυχώς, στην προσπάθειά τους να υπερασπιστούν το εγχείρημα,   επικαλούνται τη θέση της Δ.Ο.Ε. περί αξιολόγησης σε περιπτώσεις «αρνητικής προσφοράς». Αν και προσωπικά ακριβώς εξ αιτίας και αυτής της αναφοράς δεν είχα ψηφίσει τη θέση του Κλάδου για την αξιολόγηση, τους θυμίζω ότι η θέση της Δ.Ο.Ε. δεν προβλέπει σύνδεση με απολύσεις και αναφερόταν σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Στις σημερινές συνθήκες ζούγκλας το να λέει κάποιος ότι η στασιμότητα των «ελλιπών» σε περίπτωση και δεύτερης αρνητικής κρίσης δε θα τους δείξει την έξοδο, είναι, επιτρέψτε μου, επικίνδυνο.

v  Οι «λεπτομέρειες»

  Ιδιαίτερη σημασία έχει η εξαιρετικά σύντομη αναφορά στην αξιολόγηση του έργου του ίδιου του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α. (σελ.22) από την «ανεξάρτητη» αρχή (Α.ΔΙ.Π.Ε.) αλλά κυρίως με αυτοαξιολόγηση (!!!). Λίγες γραμμές πιο κάτω, σε υποσημείωση αναφέρεται ότι «προφανώς στην παρούσα φάση … η στελέχωση της Α.ΔΙ.Π.Ε. εξαρτάται απόλυτα από τις αντικειμενικές δυνατότητες της πολιτείας να θεσπίσει νέους δημόσιους οργανισμούς…»  (είναι, δηλαδή, αμφίβολο αν θα δημιουργηθούν καν).
 Ξεκάθαρο το πού θα δοθεί το βάρος της αξιολόγησης και πού θα αναζητηθούν οι υπεύθυνοι της κακοδαιμονίας του συστήματος. Σίγουρα όχι στο Μαρούσι. Επιπλέον, αν οι ανεξάρτητες αρχές (Α.ΔΙ.Π.Ε. και ΜΟ.ΔΙ.Π.Ε.) πέσουν θύματα των περικοπών εξαφανίζονται οι φορείς εξέτασης ενστάσεων με ό, τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο.
  Στη σελίδα 25 μαθαίνουμε ότι η Σχολική Μονάδα στη διαδικασία της αυτοαξιολόγησής της πρέπει να συνεργαστεί και με τους ΟΤΑ καθώς και εκπαιδευτικούς και κοινωνικούς φορείς. (ουδέν σχόλιο)
  Ακούστηκε από πολλούς ότι το σύστημα είναι «συμβουλοκεντρικό», αφού οι σχολικοί σύμβουλοι είναι οι κορυφαίοι κριτές μα και οι λιγότερο κρινόμενοι. Η αναφορά στη σελ. 30 σε μελλοντική ρύθμιση με την οποία «μόνον όσων το εκπαιδευτικό έργο κρίνεται ως πολύ καλό και/ή εξαιρετικό θα έχουν δικαίωμα υποβολής υποψηφιότητας για κατάληψη θέσης στελέχους» επιβεβαιώνει κι επεκτείνει το συλλογισμό. Αν ισχύσει κάτι τέτοιο, σχολικός σύμβουλος (αλλά σ’ ένα βαθμό και διευθυντής εκπαίδευσης και διευθυντής σχολείου) θα έχουν το πλεονέκτημα, αν περάσει από το μυαλό τους, να καθορίσουν το ποιοι και με ποιους όρους θα είναι οι «αντίπαλοί» τους στις επόμενες κρίσεις. Θα πρέπει να τονιστεί ότι το ακανθώδες ζήτημα των επιλογών των στελεχών είναι θεμελιώδες. Αξιόπιστη αξιολόγηση δεν μπορεί να γίνει από στελέχη που η επιλογή τους στηρίχθηκε σε κομματικά κι όχι επιστημονικά κριτήρια. Πρέπει, επίσης, να θυμηθούμε ότι στις τελευταίες κρίσεις σχολικών συμβούλων αποκλείστηκε με απαράδεκτες μεθοδεύσεις μεγάλο μέρος υποψηφίων με πολλά προσόντα. Η κατακλείδα της σελ. 42 ότι μετατίθεται σε δεύτερο χρόνο η αξιολόγηση των νυν στελεχών, είναι ενδεικτική των προθέσεων της Ομάδας Εργασίας και δεν αφήνει καμιά ελπίδα για αντικειμενικό σύστημα. Αυτοί που προορίζονται να φέρουν σε πέρας το μεγαλύτερο κομμάτι της διαδικασίας δεν είναι οι αντικειμενικά καταλληλότεροι κι έχουν ίδιο όφελος από την απαξίωση των αξιολογούμενων.


v  Η επιμόρφωση
  Η διαδικασία της αξιολόγησης είναι πολύ στενά συνδεδεμένη με την επιμόρφωση. Οι αναφορές που γίνονται στην τελευταία, είναι ασαφείς και ελλιπείς. Απόλυτα λογικό αν αναλογιστούμε, ότι έπειτα από το πέρασμα του τυφώνα Διαμαντοπούλου, η πρωτοβάθμια εκπαίδευση έχασε τον κυριότερο επιμορφωτικό μηχανισμό της, τη διετή μετεκπαίδευση. Στο όνομα των μνημονίων και του εξορθολογισμού οι εκπαιδευτικοί στερούνται τη δυνατότητα για μεταπτυχιακές σπουδές αφού  εκπαιδευτικές άδειες δε χορηγούνται. Όσο για κεντρικό σχεδιασμό ουσιαστικών επιμορφωτικών δράσεων, γράμμα κενό. Οι ανισότητες που έχουν δημιουργηθεί μεταξύ αυτών που πρόλαβαν κι αυτών που δεν πρόλαβαν πώς θα αρθούν;
  Το σύστημα αξιολόγησης πρέπει να συνδέεται με ξεκάθαρες κι αποδεκτές επιμορφωτικές δράσεις. Οι εκπαιδευτικοί δε γίνεται να συρθούν για μια ακόμη φορά σε, κερδοφόρες για κάποιους, επιμορφώσεις τύπου εξομοίωσης.


v  Πόσο δημοκρατικό είναι το μοντέλο;

  Στις πολλές σελίδες της πρότασης, ο Σύλλογος των Διδασκόντων εμφανίζεται σε δευτερεύοντες ρόλους (αυτοαξιολόγηση κλπ. ). Το όλο σύστημα δεν πάσχει μόνο στην απουσία, σχεδόν, αξιολόγησης της κορυφής της εκπαιδευτικής ιεραρχίας. Απουσιάζει εντελώς και η αξιολόγηση «από τα κάτω» (όπως συνήθως αναφέρεται). Δεν προβλέπεται πουθενά και σε κανένα βαθμό, έστω και μικρό, η αξιολόγηση ή, έστω, η απλή καταγραφή άποψης των αξιολογούμενων εκπαιδευτικών για τους αξιολογητές τους. Με απλά λόγια, ένας «κακός» διευθυντής σχολείου ή σχολικός σύμβουλος (και υπάρχουν, δυστυχώς, παραδείγματα) μπορεί ανενόχλητος να δυσκολεύει το έργο και τη ζωή πολλών εκπαιδευτικών.

v  Έχει και ανέκδοτα η πρόταση
  Στη σελίδα 38 αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι οι εκπαιδευτικοί που είναι αποσπασμένοι σε Πολιτικά και Βουλευτικά Γραφεία, αξιολογούνται από «το διοικητικό προϊστάμενο της υπηρεσίας στην οποία έχουν αποσπασθεί». Με απλά λόγια ο Βουλευτής αξιολογεί αμερόληπτα το «δεξί του χέρι». Καλό…

γ) Ένας ακόμα προβληματισμός
  Η Ομάδα Εργασίας (με τη συμμετοχή αρκετών σχολικών συμβούλων) δεν αναφέρει πουθενά την άποψή της για τη λειτουργία του θεσμού του σχολικού συμβούλου όλα αυτά τα χρόνια. Ο θεσμός που αντικατέστησε τον Επιθεωρητή θα μπορούσε με τη σωστή λειτουργία του να έχει αποτρέψει πολλά δεινά της σχολικής πραγματικότητας. Οι λαμπρές εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν αυτό που όλοι γνωρίζουμε ως κανόνα. Κομματικές επιλογές και «κρυφτό» πίσω από τις αντιδράσεις του συνδικαλιστικού κινήματος για εκτρώματα (όπως ο 2525 κλπ.) κατέστησαν το θεσμό σε μεγάλη έκταση, διακοσμητικό.
  Προσωπικά πιστεύω πως ακόμη και τώρα η αντικειμενική επιλογή νέων συμβούλων (όχι βέβαια με τον πατροπαράδοτο τρόπο), η μείωση του αριθμού των σχολείων που τους αναλογούν και λειτουργία συμπαραστάτη και καθοδηγητή του εκπαιδευτικού σε καθημερινή, σχεδόν, βάση θα έδιωχνε μακριά το μπαμπούλα της αξιολόγησης – χειραγώγησης. Οι εκπαιδευτικοί θα αγκάλιαζαν με εμπιστοσύνη και σεβασμό το θεσμό και τ’ αποτελέσματα θα ήταν, πιστεύω, θεαματικά. Αν δε, τα σχολεία υποστηρίζονταν από σχολικούς ψυχολόγους για τη στήριξη των εκπαιδευτικών και των μαθητών  που χρειάζονται βοήθεια και τόνωση στο δύσκολο έργο τους, τα πράγματα θα ήταν ακόμη καλύτερα.
  Η αλήθεια είναι πως το σχολείο χρειάζεται αποκατάσταση του κλίματος εκπαιδευτικής κοινότητας στα χνάρια των λόγων και πρακτικών των σπουδαίων παιδαγωγών. Η εκπαιδευτική διαδικασία όσο κι αν «μετρηθεί» παραμένει υπόθεση ψυχής, ζωντανής επικοινωνίας και προσφοράς. Κι αυτά οι «φόρμες» δεν τα περιλαμβάνουν.
Θανάσης Κικινής
Νοέμβριος 2012